ηλυγαίος

ηλυγαίος
ἠλυγαῑος, -α, -ον (Α) [ηλύγη]
σκιερός, σκοτεινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἠλυγαία — ἠλυγαίᾱ , ἠλυγαῖος shadowy fem nom/voc/acc dual ἠλυγαίᾱ , ἠλυγαῖος shadowy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλύγη — ἠλύγη, ἡ (Α) 1. η σκιά 2. φρ. «δίκης ἠλύγη» οι περιπλοκές τής δίκης ή τα σκοτεινά σημεία τής δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με το επίθ. λῡγαῖος «σκιώδης» οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία τών Αρχαίων, δεδομένου ότι, εκτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”